- τριάντα
- тридцать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τριάντα — οι, τα / τριάντα, οἱ, αἱ, τὰ, ΝΜΑ (απόλ. αριθμτ.) αυτοί που αποτελούνται από τρεις δεκάδες νεοελλ. 1. με το αρθρ. τού ουδ. εν. ως ουσ.) το τριάντα α) ο αριθμός που αποτελείται από τρεις δεκάδες και η συμβολική παράσταση του β) καθετί που έχει τον … Dictionary of Greek
τριάντα — αριθμ. απόλ. άκλ. 1. ποσότητα τριών δεκάδων. 2. με το ουδ. άρθρο ως ουσ., τριάντα, το ο αριθμός αυτός και το σύμβολό του: Το 30 π.Χ. 3. ό,τι έχει τον αριθμό αυτόν ως διακριτικό: Το τριάντα δωμάτιο τουξενοδοχείου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Τριάντα — Sp Triánta Ap Τριάντα/Trianta L P. Sporadų ss. (Rodo s.), Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
τριᾶντα — τριάξω fut part act neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) τριάξω fut part act masc acc sg (doric aeolic) τριάζω conquer fut part act neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) τριάζω conquer fut part act masc acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τριάντα (Ιαλυσός) — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ.), στην πρώην επαρχία Ρόδου, του νομού Δωδεκανήσου. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (17 τ. χλμ.) … Dictionary of Greek
τριακάς — άδος, ἡ, ΜΑ, και επικ. και ιων. τ. τριηκάς και, κατά τον Ησύχ., τριάξ Α (συνηρ. τ. αντί τριακοντάς) ο αριθμός τριάντα αρχ. 1. η τριακοστή μέρα κάθε μήνα 2. μήνας που περιέχει τριάντα μέρες 3. (στην Αθήνα) καθένα από τα τριάντα γένη κάθε φυλής 4.… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
τριάκοντα — οι, τα / τριάκοντα, οἱ, αἱ, τὰ, ΝΜΑ, και ιων. τ. τρίηκοντα Α (απόλ. αριθμτ.) 1. αυτοί που αποτελούνται από τρεις δεκάδες, τριάντα («oἱ δὲ ἔστησαν αὐτῷ τριάκοντα ἀργύρια», ΚΔ) 2. (με το αρθρ.) οι τριάκοντα α) (στη Σπάρτη) τριάντα πολίτες… … Dictionary of Greek
τριακονθήμερος — η, ο / τριακονθήμερος, ον, ΝΜΑ, και ιων. τ. τριηκονθήμερος, ον, Α 1. αυτός που έχει διάρκεια τριάντα ημερών 2. το ουδ. ως ουσ. το τριακονθήμερο(ν) χρονικό διάστημα τριάντα ημερών αρχ. αυτός που έχει ηλικία τριάντα ημερών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριάκοντα… … Dictionary of Greek
τριακοντάκλινος — ον, Α 1. αυτός που έχει τριάντα κλίνες 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τριακοντάκλινον έπιπλο τής εφορίας στο οποίο υπήρχαν τριάντα χώροι για να τοποθετούνται οι λογαριασμοί τών τριάντα ημερών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριάκοντα + κλινος (< κλίνη), πρβλ. τρί… … Dictionary of Greek